- ομόεθνος
- ὁμόεθνος, -ον (Α)ομοεθνής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὁμοεθνής, κατά τα πολλά επίθ. σε -ος (πρβλ. νεώτ. απρεπής - άπρεπος, ατυχής - άτυχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμόεθνον — ὁμόεθνος masc/fem acc sg ὁμόεθνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοέθνοις — ὁμόεθνος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοέθνους — ὁμόεθνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόεθνοι — ὁμόεθνος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομέθνιος — ὁμέθνιος, ον (Α) (κατά τον Φώτ. και κατά το λεξ. Σούδα) «ὁμόεθνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἔθνος] … Dictionary of Greek
πάνεθνος — ον, Α (για την Εκκλησία) αυτή που περιλαμβάνει όλα τα έθνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔθνος (πρβλ. ομόεθνος)] … Dictionary of Greek
σύνεθνος — ον, ΜΑ ομοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔθνος (πρβλ. ὁμόεθνος)] … Dictionary of Greek